φιλελεύθερος

φιλελεύθερος
Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Αξιολογότερη θεωρείται εκείνη του Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου, η οποία κυκλοφορούσε στην Κεφαλονιά. Ιδρύθηκε το 1849 (Φεβρουάριος, 19) και το τελευταίο της φύλλο είναι της 1ης Οκτωβρίου 1851.
* * *
-η, -ο / φιλελεύθερος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την ελευθερία
νεοελλ.
1. οπαδός τού φιλελευθερισμού
2. φρ. «φιλελεύθερη σχολή» — οικονομική σχολή που πιστεύει στον οικονομικό φιλελευθερισμό, το σύστημα τών θεωριών που έχουν ως αφετηρία την πλήρη ελευθερία τής οικονομικής δράσης τού ατόμου, την απεριόριστη ιδιωτική πρωτοβουλία και πιο συγκεκριμένα την αρχή βάσει τής οποίας η οικονομία πρέπει να διέπεται από τους νόμους τής ελεύθερης αγοράς, όπου οι τιμές τών αγαθών, οι μισθοί και τα κέρδη πρέπει να προσδιορίζονται από τη συσχέτιση τής προσφοράς και τής ζήτησης, χωρίς κρατικούς παρεμβατισμούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλελεύθερον
η φιλελευθερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ελεύθερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλελεύθερος — loving freedom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλελεύθερος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει την ελευθερία, ο φίλος της ελευθερίας. 2. ο οπαδός του φιλελευθερισμού (βλ. λ.). 3. ο οπαδός του κόμματος των φιλελευθέρων που ίδρυσε ο Ελ. Βενιζέλος: Οι φιλελεύθεροι λέγονταν αλλιώς και βενιζελικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλελεύθερον — φιλελεύθερος loving freedom masc/fem acc sg φιλελεύθερος loving freedom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλελευθέροις — φιλελεύθερος loving freedom masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλελευθέρους — φιλελεύθερος loving freedom masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλελευθέρων — φιλελεύθερος loving freedom masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλελευθέρῳ — φιλελεύθερος loving freedom masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλελεύθερα — φιλελεύθερος loving freedom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλελεύθεροι — φιλελεύθερος loving freedom masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”